Ιστορία, ιδεολογία, καθημερινότητα και εμείς…
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ κάποτε είχε πει: «Η ιστορία θα είναι πολύ καλή μαζί μου γιατί σκοπεύω να τη γράψω με τα ίδια μου τα χέρια»…
Η ιστορία βεβαίως δεν είναι σαν τους «αγγέλους», δηλαδή «έχει φύλο», οδηγεί σε συμπεράσματα, κρίνει συμπεριφορές… Η ιστορία γράφεται μια φορά αλλά διαβάζεται πολλές φορές και με διαφορετικούς τρόπους. Η ιστορία είναι εργαλείο παραγωγής ιδεολογίας, παραγωγής πολιτικής, προκαλεί οικονομικά γεγονότα και μπορεί να ερμηνεύσει εξελίξεις. Ίσως γι’ αυτό η λέξη «ανιστόρητος» ήταν βαριά προσβολή στην αρχαία Ελλάδα!
Πάντα το ζητούμενο είναι η κατοχή των «εργαλείων ερμηνείας της ιστορίας». Και εδώ μπαίνουμε στην ιδεολογία. Στην εποχή μας γίνεται μια σαφής προσπάθεια αποϊδεολογικοποίησης της κοινωνίας για «να διαβαστεί κατά το δοκούν» η ιστορία. Όλοι θα έχουμε ακούσει το «έλα μωρέ όλοι ίδιοι είναι». Ορισμένοι ντύνουν αυτό το δόγμα με επιχειρήματα βγαλμένα από την επικαιρότητα. Ίσως τα έχετε ακούσει: «Ποια ιδεολογία τώρα; Η κ. Πελώνη ήταν φιλοσυριζαία και τώρα είναι εκπρόσωπος του κ. Μητσοτάκη, ο κ. Θεοδωρικάκος ήταν γραμματέας της ΚΝΕ και έγινε υπουργός της δεξιάς, τον διαδέχθηκε μάλιστα ο γραμματέας της χουντικής νεολαίας κ. Βορίδης»…
Πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει το ζήτημα της ιδεολογικής συγκρότησης των κοινωνιών, όμως δεν ερμηνεύεται από καιροσκόπους και τυχοδιωκτισμούς… Η περίοδος από την μεταπολίτευση (με την «έκρηξη» της πολιτικοποίησης και των ιδεολογικών μαχών) έως το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ήταν μια περίοδος με σημαντική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας μας, με σημαντικές κατακτήσεις σε θέματα δημοκρατίας και ισότητας, με σημαντικές βελτιώσεις του κοινωνικού κράτους. Σε περιόδους «ανόδου» πάντα πολλά κρύβονται κάτω από το «χαλάκι» και οι ιδεολογικές συγκρούσεις αμβλύνονται. Όταν έρθει όμως η κρίση τότε επιδιώκεται αυτή να φορτωθεί σε όλους τους υπόλοιπους εκτός από την «οικονομική και πολιτική αριστοκρατία». Τότε «βγαίνουν από τα ντουλάπια» οι συντηρητικές ιδεοληψίες για το τι φταίει και (κατ’ επέκταση) ποιος πρέπει να την πληρώσει!
Φταίνε λοιπόν οι «τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι», φταίνε οι μικρομεσαίοι επειδή «είναι φοροφυγάδες», φταίνε οι νέοι επειδή «δεν ξέρουν να συμπληρώσουν ένα βιογραφικό», φταίνε οι μετανάστες γιατί «κανένας δεν τους κάλεσε», φταίνε οι διαδηλώσεις, φταίει η αριστερά γιατί «έχει ελαττωματικές ιδέες», φταίει η πανδημία, φταίει και η μειωμένη μας «ατομική ευθύνη»…
Το ζήτημα που υπάρχει είναι ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να επαναφέρουμε στην ελληνική κοινωνία ορισμένα στοιχεία που έχουν ατονήσει, ορισμένες αρχές που έχουν εγκαταλειφθεί, ορισμένες λέξεις που παλιότερα κυριαρχούσαν στον δημόσιο λόγο αλλά τώρα ίσως έχουν υποχωρήσει.
Πρώτον πρέπει να μιλήσουμε για δικαιοσύνη. Τώρα που οι ανισότητες επανέρχονται απειλητικά, τώρα που οι νόμοι γίνονται παιγνιόχαρτα στα χέρια των «αρίστων», τώρα που φτάνουν ανερυθρίαστα να ψηφίζουν το «ακαταδίωκτο» κομματικών τους στελεχών, τώρα το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης πρέπει να επανατεθεί.
Δεύτερο πρέπει να επανατεθεί το ζήτημα της κοινωνικής συνοχής και της ισότητας. Είναι σαφές ότι αυτή η κυβέρνηση θέλει παιδεία για λίγους (σε πρώτη φάση θα εισαχθούν λιγότεροι στα πανεπιστήμια), θέλει υγεία για λίγους (η πανδημία εδώ αξιοποιήθηκε δεόντως), θέλει κατάργηση εργατικών δικαιωμάτων (νομοσχέδιο Χατζιδάκη), θέλει μικρότερες συντάξεις (ιδιωτικοποίηση επικουρικών) ή απονομή τους αργότερα για τους πολλούς, θέλει ευκαιρίες απασχόλησης για ελάχιστους και «λεφτόδεντρα» για ημετέρους (πακέτο ανάκαμψης).
Τρίτο το ζήτημα της δίκαιης ανάπτυξης. Η λέξη «ανάπτυξη» όπως και η λέξη «κέρδος» δεν είναι δεξιές όταν συνοδεύονται από πράξεις δίκαιης κατανομής του παραγόμενου πλούτου. Αντιθέτως θα χαρακτήριζα την ανάπτυξη καθεαυτό προοδευτική έννοια. Στην πρακτική του νεοφιλελευθερισμού η ανάπτυξη αφορά λίγους και τα κέρδη ακόμα λιγότερους. Η υπόθεση με την Τράπεζα Πειραιώς που το δημόσιο πλήρωσε αλλεπάλληλες κεφαλαιοποιήσεις ενώ ιδιώτες επωφελήθηκαν από την ΑΜΚ είναι χαρακτηριστική.
Τέταρτο είναι η θωράκιση της λειτουργίας των θεσμών. Η κυβέρνηση της ΝΔ καταργεί στην πράξη την ανεξαρτησία τους, φαλκιδεύοντας τους λόγους δημιουργίας τους ενώ προσπαθεί να επιβάλλει ένα στενά κομματικό και οικογενειακό κράτος. Οι προοδευτικές αντιλήψεις επιβάλλουν την θωράκιση της ανεξαρτησίας τους. Δεν είναι στις δικές μας προθέσεις η αντικατάσταση του «κράτους της δεξιάς» με ένα «δικό μας» κράτος.
Τελευταίο, αλλά από τα πιο σημαντικά, θεωρώ την επανατοποθέτηση της έννοιας του πατριωτισμού. Δυστυχώς στη ΝΔ (αλλά και σε μερίδα του ΚΙΝΑΛ) κυριάρχησε μια ρητορική στα όρια της πατριδοκαπηλίας την περίοδο που συζητούσαμε τη συμφωνία των Πρεσπών. Τώρα η ακροδεξιά πτέρυγα της ΝΔ και τα «ορφανά» της Χρυσής Αυγής (όπου βρίσκονται αυτά πλέον…) θέλουν να συνδέσουν τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό.
Σε μια περίοδο που στην επικαιρότητα κυριαρχεί ο κορονοϊός, αλλά που ταυτόχρονα η επικοινωνία κινείται μεταξύ Λιγνάδη και Φουρθιώτη, η προσπάθεια να επανατοποθετηθούν έννοιες, προτεραιότητες και ιδεολογίες (με τα ΜΜΕ μάλιστα φανατικά «απέναντι») δεν είναι εύκολη. Είναι όμως αναγκαία.
Ειδικά η νεολαία σήμερα αποκτά έντονα αντισυστημικά χαρακτηριστικά, όχι λόγω «κορονοπάρτι», αλλά λόγω της βίας που βιώνει, του κυβερνητικού αυταρχισμού και των αδιεξόδων που σωρεύει η οικονομική κρίση σε μια ολόκληρη νέα γενιά. Η νεολαία είναι έτοιμη να ακούσει νέες ιδέες, είναι έτοιμη να συμμετάσχει σε ουσιαστικές προσπάθειες για να βελτιώσει τη ζωή της. Πρέπει όμως να πειστεί και είναι (δικαίως) δύσπιστη απέναντι σε όλους και σε όλα. Εμείς οφείλουμε να συμβάλλουμε στην προσπάθεια να επαναϊδεολογικοποιηθεί η κοινωνική και πολιτική ζωή, να επανέλθουν αρχές και αξίες στους καθημερινούς μας προβληματισμούς, να ξεφύγουμε από fake news και fake διλήμματα. Η ζωή μας είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνουμε σε ξένα χέρια…